- προεκπίπτω
- Α1. προηγούμαι, προπορεύομαι2. (για όργανα τού σώματος) παθαίνω πρόπτωση («τὸ αἰδοῑον προεκπίπτοι», Ιππιατρ.)3. βγαίνω από τα όρια, ξεπερνώ το μέτρο4. διαδίδομαι, κοινολογούμαι προηγουμένως («λαλιά δὲ καὶ φήμη προεκπεσοῡσα πλήθος ἀνθρώπων ἤθροισε», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐκπίπτω «πέφτω έξω, εξορμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.